Τρίτη 14 Ιουλίου 2009



ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΝΟΝΟΣ (2007)

Σκηνοθεσία: Όλγα Μαλέα

Ηθοποιοί: Ελένη Καστάνη, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Κιμούλης, Tex Pardue, Νίκος Ανδρεουλάκης, Άννα Λουιζίδη


Υπόθεση

Ο 11χρονος 'Αλεξ, γιος πολιτικού προέδρου και μεγαλωμένος στην Καλιφόρνια, αντικαθιστά τον πατέρα του ως νονός στη βάφτιση της κόρης ενός κομματάρχη στην Κρήτη του '60, στην οποία ποντάρει το κόμμα ώστε να κερδίσει ψήφους από την τοπική κοινότητα. Ο κομματάρχης αναλαμβάνει να μυήσει το παιδί στην ιδιοσυγκρασία των Κρητικών για να κερδίσει την εύνοιά τους. Οι κωµικοτραγικές δοκιµασίες που περνά, αλλά και µια καινούρια φιλία, θα του αποκαλύψουν τον δικό του δρόµο για τη ζωή.


Κριτικές

Μία κωμική ταινία με πολιτικό υπόβαθρο, αγώνες ενηλικίωσης και γενικώς αστείες καταστάσεις. Χιούμορ, ανθρωπιά και παιδική αθωότητα τα βασικά στοιχεία της. Ηθογραφικό έργο, ιδωμένο μέσα από τη σατιρική ματιά της ελληνικής κωμωδίας του ’60. Διασκεδάζει με το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και γενικά παίζει πολύ με το στερεότυπο του κρητικού. Γίνεται αρκετά προσεγμένη δουλειά από τη μεριά της Όλγας Μαλέα όσον αφορά την παρουσίαση των κρητικών εθίμων, συνηθειών κτλ. Υπάρχουν μικρές παράλληλες ιστορίες αλλά το βασικό θέμα είναι οι προσπάθειες του μικρού Άλεξ να ανταπεξέλθει στις τεράστιες για αυτόν απαιτήσεις. Το ρόλο του ως κρητικός ο Αντώνης Καφετζόπουλος στηρίζει ικανότατα, ενώ πληθωρική είναι και η παρουσία της Ελένης Καστάνη. Ο Γιώργος Κιμούλης αδυνατεί λίγο να πείσει για το πολιτικό ανάστημα του χαρακτήρα που υποδύεται. Ο μικρός πρωταγωνιστής είναι λίγο αμήχανος αλλά η ερμηνεία του είναι συμπαθητική και αρκετά φυσική όπως και των άλλων παιδιών. Όταν καμιά φορά διαταράσσεται η αφηγηματική ροή, οι ερμηνείες όλων σώζουν την κατάσταση. Όχι ανάμεσα στις εμπορικότερες ταινίες, αλλά δεν ξεφεύγει από τα ποιοτικά standards. Καλή η σκηνοθεσία σε γενικές γραμμές και προκαλεί εντύπωση η μίξη της παραδοσιακής κρητικής και σύγχρονης μουσικής. Αρκετά ρεαλιστικό έργο σε κάποια σημεία κυρίως όσον αφορά τη νοοτροπία της πολιτικής. Ευχάριστο, ρομαντικό, τρυφερό, αναβιώνει χαρακτήρες και αναζητά μυρωδιές της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Ωστόσο δεν μπορεί ολοκληρωμένα να καταπιαστεί με τη νεώτερη ελληνική ιστορία του τόπου και δεν έχει γενικά τα απαραίτητα σεναριακά γεμίσματα, αλλά αφήνει μια αρκετά καλή εντύπωση. Δ.Χ.

Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος κάνει για άλλη μια φορά, αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα. Κωμωδία καταστάσεων. Και ευτυχώς, αυτή τη φορά, το πετυχαίνει. Η Όλγα Μαλέα έχει δώσει το στίγμα της αρκετές φορές, ίσως και με άνισο τρόπο. Στο “Για πρώτη φορά νονός” είναι πιο ώριμη από ποτέ, με ένα σενάριο (βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Παπανδρέου “Δέκα μύθοι και μια ιστορία”) στο οποίο μπορεί να βασιστεί, τόσο η ίδια, όσο και οι πολύ καλοί και έμπειροι, ως επί το πλείστον, ηθοποιοί της. Η ταινία είναι μια καθαρόαιμη ελληνική κωμωδία, που σκοπός της είναι να κάνει τους θεατές να περάσουν μιάμιση ώρα ευχάριστα, να ξεχάσουν τα προβλήματά τους και να γελάσουν με την ψυχή τους. Σε αυτό βοηθούν οι πολύ καλοί πρωταγωνιστές (ο Αντώνης Καφετζόπουλος απολαυστικός Κρητίκαρος και η Καστάνη κλασική ελληνίδα νοικοκυρά), οι νέοι, ταλαντούχοι ηθοποιοί (αποκάλυψη ο Μάνος Γαβράς), αλλά και ο μικρός Τεξ Παρντού, ο οποίος “κλέβει” άνετα την παράσταση. Παρεμπιπτόντως, ο υπεύθυνος κάστινγκ της ταινίας έκανε εξαιρετική δουλεία, ανακαλύπτοντας αυτή την εκπληκτική φάτσα του μικρού Τεξ, του οποίου οι γκριμάτσες και το χαμόγελο μας έφτιαξαν τη μέρα. Για όσους όλα τα παραπάνω ακούγονται λίγα, όσοι αναζητούν το περιβόητο “μήνυμα” ή τη δεύτερη ανάγνωση, καλά θα κάνουν να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους ή να πάνε για άλλες …πολιτείες. Διότι η ταινία της Μαλέα, είναι αυτό που φαίνεται και τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Μια απολαυστική, αγνή και αυθεντική κωμωδία (ναι, κι όμως γελάσαμε με την ψυχή μας), που μπορεί να μη γυρίστηκε με τα πιο υπερσύγχρονα μέσα ή να μην κάνει τον Σπίλμπεργκ να πρασινίζει από ζήλια, αλλά προσφέρει άφοβα αυτά που έχει ανάγκη ο έλληνας θεατής. Διασκέδαση, γέλιο και συγκίνηση με τον πιο αυθεντικό τρόπο. Μπορεί ν’ ακούγεται “λίγο”, αλλά είναι το πιο σημαντικό.

Εύα Σούλτη





Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Lock Stock and Two smoking barrels

Δύο καπνισμένες κάννες





Ηθοποιοί: Νικ Μόραν, Ντέξτερ Φλέξερ, Στινγκ, Τζέισον Φλέμινγκ
Σκηνοθέτης: Γκάι Ρίτσι
Χώρα: Μεγάλη Βρετανία
Διάρκεια Ταινίας: 102 min





Περίληψη



Ο Έντι (ΝΙΚ ΜΟΡΑΝ), ένας ταλαντούχος χαρτοπαίκτης, μπαίνει σε μια μεγάλη παρτίδα, παίζοντας όλα τα χρήματα που έχει μαζέψει μαζί με τους τρεις φίλους του, τον συγκάτοικό του, Μπέϊκον (ΤΖΕΪΣΟΝ ΣΤΕΪΘΑΜ), τον Τομ (ΤΖΕΪΣΟΝ ΦΛΕΜΙΝΓΚ) και τον Σόουπ (ΝΤΕΞΤΕΡ ΦΛΕΤΣΕΡ), το μοναδικό μέλος της παρέας που κερδίζει τίμια το ψωμί του ως σεφ. Το παιχνίδι όμως είναι στημένο, και έτσι φτάνει στο σημείο να χρωστάει μισό εκατομμύριο λίρες στον σκληρό Χάτσετ Χάρι (ΠΙ ΕΪΤΣ ΜΟΡΙΑΡΤΥ). Ο Έντι έχει τώρα μόνο μια εβδομάδα στη διάθεσή του προκειμένου να βρεί τα χρήματα, αλλιώς θα αρχίσει να χάνει ένα-ένα τα δάχτυλά του, για κάθε μέρα που το χρέος του παραμένει απλήρωτο !





Σχολιασμός



Η αγγλική ταινία που τάραξε τα νερά στη Βρετανία το 1998, φρέσκια, αστεία, απολαυστική, μοντέρνα, προκλητική. Ο μόλις τριαντάχρονος -τότε- σκηνοθέτης της, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις κινηματογράφου, φλερτάρει με όλα τα κινηματογραφικά κλασικά κολπάκια, slow motion, still image, υποκειμενικά "τρελά" πλάνα, τα χρησιμοποιεί όλα κατά κόρον, όπως κάθε πρωτάρης του είδους, και ευφραίνει τα μάτια και τα ώτα. Η χρήση της μουσικής, τόσο της πρωτότυπης όσο και γνωστών κομματιών της αγγλικής μουσικής σκηνής, είναι αδύνατον να μη δημιουργήσει μειδίαμα στους θεατές. Η υπόθεση είναι καταιγιστική και σεναριογράφος ο ίδιος ο Guy Ritchie, που αποκαλύπτει πτυχές από τη ζωή του λονδρέζικου υποκόσμου. Ήρωες είναι τέσσερις νεαροί φίλοι, μικροαπατεωνίσκοι, μιας εργατικής γειτονιάς του Λονδίνου, με έντονες προφορές, από Σκοτία, Ιρλανδία και λαϊκά προάστια. Ένας από αυτούς, ο Eddy, έχει ταλέντο στη χαρτοπαιξία και αποφασίζει να παίξει ένα πολύ χοντρό παιχνίδι. Οι τέσσερις φίλοι βάζουν όλοι μαζί λεφτά, για "να πιάσουν την καλή", αλλά ο Eddy χάνει. Έτσι, βρίσκονται χρεωμένοι 500.000 λίρες στο σκληρό Harry, ο οποίος τους απειλεί ότι αν δεν του επιστρέψουν το χρέος σε 11 ημέρες θα αρχίσει να τους κόβει τα δάκτυλα ένα, ένα. Στο γειτονικό σπίτι μένουν κάποιοι άλλοι μεγαλοκακοποιοί, οι οποίοι έχουν αποφασίσει να κλέψουν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών από κάποιους άλλους καλλιεργητές, που συνεργάζονται με έναν άλλο κακοποιό. Οι δικοί μας ήρωες αποφασίζουν να κλέψουν τους πρώτους και μπλέκουν σε μια απίστευτη περιπέτεια. Οι δεύτερες διηγήσεις μέσα στην ταινία είναι τόσο πολλές, που δεν περιγράφονται. Οι εξελίξεις είναι απολαυστικά ανατρεπτικές, πολυεπίπεδες και καθόλου αφελείς. Ισορροπεί ανάμεσα στη βία, που ποτέ δεν γίνεται ηδονοβλεπτική (όπως στον Τarantino για παράδειγμα, με τον οποίο τον συνέκριναν), και προτείνει την αγγλική, πάντα στο βάθος ειρωνική, αντιμετώπιση των πραγμάτων, χωρίς αμερικανικές ηθικολογίες, όπως στο Pulp Fiction, παραδείγματος χάριν, και διδακτικά φινάλε. Σίγουρα, μια ανάσα φρεσκάδας, όπως αρκετές άλλες ευρωπαϊκές ανεξάρτητες παραγωγές νέων σκηνοθετών που είδαμε τα τελευταία χρόνια. Φ.Σ

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009



Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΖΕΣΕ ΤΖΕΪΜΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΙΛΟ ΡΟΜΠΕΡΤ ΦΟΡΝΤ
THE ASSASSINATION OF JESSE JAMES BY THE COWARD ROBERT FORD – 2007







Σκηνοθεσία: Andrew Dominik

Πρωταγωνιστούν: Brad Pitt, Casey Affleck, Sam Shepard, Robert Duvall, Barbara Kozicki
Υπόθεση



Το 1881 ο χαρισματικός και απρόβλεπτος Τζέσε Τζέιμς, ο διαβόητος ληστής της Δύσης, ετοιμάζει την επόμενη μεγάλη ληστεία του, έχοντας ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει πολλούς "καλοθελητές" που, όπως είναι φυσικό, δελεάζονται από την υπέρογκη αμοιβή, αλλά και τη δόξα που θα φέρει η παράδοσή του στην αστυνομία. Όμως, εκείνο που δε γνωρίζει ο Τζέσε είναι ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του βρίσκεται μέσα στην ίδια του τη συμμορία και δεν είναι άλλος από τον Ρόμπερτ Φορντ, ένα νεαρό, που ψάχνοντας να βρει νόημα στη ζωή του, έχει εισχωρήσει στην ομάδα του Τζέσε. Για πόσο καιρό όμως θα αντέξει να μείνει στην αφάνεια; Για πόσο καιρό θα μπορέσει να κρύβει τη ζήλια του για το "μέντορά" του; Δε θα αργήσει να πάρει την απόφαση να τον δολοφονήσει εν ψυχρώ, καταστρώνοντας μεθοδικά το σχέδιό του και παίρνοντας με το μέρος του και άλλα μέλη της συμμορίας. Όμως, θα ανακαλύψει ότι μετά τη δολοφονία του "αφεντικού" του, μία καινούρια κόλαση τον περιμένει...
Η ταινία βασίζεται στο αναγνωρισμένο μυθιστόρημα του Ρον Χάνσεν
Κριτική
Μεγάλο σε διάρκεια (θα μπορούσε να τελειώνει με τη δολοφονία), χωρίς ιδιαίτερη δράση και αργό σε εξέλιξη γουέστερν που διατηρεί μια παλιομοδίτικη γοητεία επηρεασμένο από το σινεμά του 70’. Ωστόσο ανατρεπτικό, μελαγχολικό, ψυχολογικό με εξαιρετικές ερμηνείες και επίκεντρο τη σχέση ανάμεσα στον περιβόητο ληστή Τζέσε Τζέιμς και το δολοφόνο του Ρόμπερτ Φορντ. Ο Dominik καταγράφει το ψυχολογικό πορτρέτο και των δύο πρωταγωνιστών, αναλύει τις προσωπικότητες τους και εκθέτει τις αδυναμίες τους. Πετυχαίνει να κάνει ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στην ηρωοποίηση και την επιδίωξη δημοσιότητας. Αναδεικνύει αξίες, προκαλεί μεγάλη ένταση και προσθέτει έναν ιδιαίτερο ανησυχητικό και λυρικό τόνο. Το ερέθισμα που προσφέρει η ταινία είναι πολύπλευρο και ιδιόμορφο. Σκηνοθετικά είναι λιτή, ατμοσφαιρική, ρεαλιστική και ευρηματική όπου χρειάζεται. Εντυπωσιακή φωτογραφία, ποιητικά δοσμένα τοπία και πολύ καλή μουσική επένδυση. Οι ερμηνείες σε αυτό το φιλμ παίζουν τον σπουδαιότερο ρόλο καθώς ο Brad Pitt καταφέρνει να είναι επιβλητικός με τη μεστή ερμηνεία του και ο Casey Affleck ιδιαίτερα εφευρετικός και πολυδιάστατος. Οι υπόλοιποι β’ ρόλοι ανταποκρίνονται εξίσου καλά. Με πλάνα βουτηγμένα σε ένα μουντό φως, με τη μηχανή να παραμένει στα πρόσωπα, με λεπτομερή αποκαλυπτικό διάλογο και εξαίσιες ερμηνείες, ο Dominik έφτιαξε μία άξια ατμοσφαιρική, γοητευτική ταινία. Δ.Χ.

Κριτικές
Του Δημήτρη Μπούρα

Αυτό το φιλμ με τον τίτλο - σιδηρόδρομο αρχίζει με τη ληστεία ενός τρένου (που σήμανε και τη διάλυση της συμμορίας των αδελφών Τζέιμς) και συνεχίζεται σαν ένα ψυχολογικό δράμα χαρακτήρων. Είναι μια υποδειγματική δουλειά που πραγματεύεται το μύθο του διασημότερου
παράνομου της Άγριας Δύσης κι έχει ως άξονες το γουέστερν, τη βιβλική παραβολή και το τραγικό δράμα. Η «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» μαζί με την «Κοιλάδα του Ιλά» είναι ό,τι καλύτερο είδαμε τους τελευταίους μήνες από το αμερικανικό σινεμά. Ο Μπραντ Πιτ στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του φέρνει τον Τζέσε Τζέιμς στα μέτρα ενός κυνηγημένου αντιφατικού ήρωα (ανάμεσα στον άγιο και τον παράφρονα), που προδίδεται από τον έμπιστό του Ρόμπερτ Φορντ (εξαιρετικός και ο Κέισι Αφλεκ) όπως ο Χριστός από τον Ιούδα. Η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς εικονογραφεί με λυρισμό την Άγρια Δύση σαν την εικόνα ενός χαμένου παραδείσου που ανασυντίθεται μέσα από τη μνήμη. Η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμη πιο ονειρική με την εξαιρετική μουσική των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Ελις. Η σκηνοθεσία του Αντριου Ντόμινικ απογειώνει την ταινία· ο Νεοζηλανδός βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού, ελέγχοντας πλήρως τους ρυθμούς μιας αργόσυρτης ελεγείας (διαρκεί 160΄) που φέρνει στο νου τις «Μέρες ευτυχίας» (Days of Heaven) του Τέρενς Μάλικ



Τρίτη 30 Ιουνίου 2009


Δύο Έρωτες
Two Lovers (2008)



Σκηνοθεσία: James Gray

Πρωταγωνιστούν: Joaquin Phoenix, Gwyneth Paltrow, Vinessa Shaw, Isabella Rossellini, Elias Koteas, Moni Moshonov, David Cale, Nick Gillie
Περίληψη
Ο Λίοναρντ, μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στο Μπρούκλιν. Καθώς αναρρώνει γνωρίζει τη Μισέλ, μια μυστηριώδη, όμορφη γειτόνισσα με διάφορα προβλήματα, ενώ οι γονείς του τού γνωρίζουν την Σάντρα, ένα τρυφερό κορίτσι, κόρη του ανθρώπου που θα αγοράσει την οικογενειακή επιχείρηση του Λίοναρντ. Καθώς γνωρίζει και τις δυο κοπέλες ανακαλύπτοντας τις βαθύτερες πλευρές τους, αρχίζει να μπαίνει σε βαθιά συναισθηματικά διλήμματα για το πώς νιώθει, τι θέλει και τι πρέπει να κάνει...
Σχολιασμός
Ένα πολλά υποσχόμενο και ανατρεπτικό ερωτικό μελόδραμα με απλό σενάριο. Ήσυχο και χαμηλότονο, σκηνοθετημένο άρτια, ερμηνευμένο αριστοτεχνικά, γραμμένο όμως άνισα. Αποτυπώνεται η αγωνία μιας ψυχής και φωτίζεται με το σασπένς και τον τρόμο που της αρμόζει. Ο έρωτας δεν παρουσιάζεται ροζ αλλά σαν να ανήκει στα θρίλερ. Δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση αλλά και βαθιά ανδρική. Η θεματική του έργου αφορά κυρίως τα διλήμματα και τους προσωπικούς στόχους που χτίζουμε παγιδεύοντας το συναίσθημα και τις διεξόδους που προσπαθούμε να βρούμε. Ο James Gray γεμίζει την ταινία του με μία υποδόρια απειλητική ατμόσφαιρα και ο φακός του εστιάζει στον πρωταγωνιστή-μούσα του. Πραγματεύεται την ανθρώπινη ανάγκη για έρωτα και τη χτίζει γύρω από σκούρο φόντο, μελαγχολική ατμόσφαιρα, καταθλιπτική διάθεση. Καταφέρνει να δείξει πώς η εμμονή καταντά το αντικείμενο του πόθου κάποιου που καμιά φορά αντικαθιστά τον άνθρωπο και τον ίδιο τον έρωτα. Εξαιρετική σκηνοθεσία με πολύ καλή ανάπτυξη χαρακτήρων και ενδιαφέρουσα μουσική επένδυση. Ωστόσο η ταινία πάσχει, ενώ είναι εμπλουτισμένο με διακριτικές λεπτομέρειες, καταφεύγει σε ιδέες που δεν λειτουργούν εξολοκλήρου. Ο τίτλος είναι λίγο παραπλανητικός. Όσον αφορά την ηθοποιία, όλες οι ερμηνείες κάθονται σωστά χωρίς άσκοπες εξάρσεις. Όλο το καστ εξυπηρετεί την ήπια ατμόσφαιρα του έργου. Ο Phoenix δίνει υπέροχη ερμηνεία. Στηρίζει την ταινία, καθώς διάλογοι, σιωπές, φωτισμοί, όλα περιστρέφονται γύρω από την ιδιοσυγκρασιακή γοητεία του. Η Paltrow τοποθετείται εξίσου σκοτεινά, πολύ καλή στο ρόλο της. Γενικά το έργο καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, τελικά όμως τον αφήνει με μία θολή αίσθηση για το που να εστιάσει. Δ.Χ.
Κριτικές

Το ερωτικό δράμα του James Gray περιστρέφεται γύρω από δύο έρωτες, όπως υποδηλώνει ο ελληνικός τίτλος, οι οποίοι όμως είναι καταδικασμένοι να μην ανθίσουν ποτέ πραγματικά: τα δυνατά και ανιδιοτελή αισθήματα της Sandra για τον Leonard δεν έχουν ποτέ ουσιαστική και ισάξια ανταπόκριση, ενώ το πάθος του Leonard για την Michelle αντιμετωπίζεται από εκείνη ελαφρά και απερίσκεπτα. Οι ίδιοι χαρακτήρες που είναι θύτες στη μία σχέση είναι θύματα σε μια άλλη, αφού τα συναισθήματά τους δεν είναι σχεδόν ποτέ αμοιβαία. Και το ερωτικό σχήμα που δημιουργείται έχει εντέλει μόνο χαμένους, αφού οι δύο έρωτες του τίτλου μένουν με την τελευταία σκηνή είτε ανεκπλήρωτοι, είτε συμβατικά μόνο ολοκληρωμένοι.
Ιδιαίτερα αληθοφανές και γι' αυτό τόσο θλιμμένο και μελαγχολικό στον πυρήνα του, το φιλμ του Gray τοποθετεί στον κέντρο της ιστορίας του τύπους ανθρώπων που όλοι έχουμε συναντήσει στην πραγματική ζωή και τους παρακολουθεί στενά, χωρίς όμως να τους κρίνει, καθώς παραπατούν στη δύσκολη διαδρομή προς την προσωπική ευτυχία. Κι αν οι εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από το πρωταγωνιστικό τρίγωνο, όσο και από τους περιφερειακούς χαρακτήρες κάνουν το αποτέλεσμα ακόμα πιο ρεαλιστικό, το τελικό αίσθημα καθώς πέφτουν οι τίτλοι του τέλους είναι μια πικρή γεύση, ακριβώς γιατί οι αλήθειες του «Two Lovers» είναι αυτές πληγώνουν και έξω από την κινηματογραφική αίθουσα.

Μαριάννα Ράντου


ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ
THERE WILL BE BLOOD - 2007






Σκηνοθεσία: Paul Thomas Anderson

Πρωταγωνιστούν: Daniel Day-Lewis, Paul Dano, Ciaran Hinds, Kevin J. O'Connor, Jacob Stringer, Matthew Braden Stringer, Ciarán Hinds
Περίληψη
Ένας μεγιστάνας του πετρελαίου ανακαλύπτει, στις αρχές του 20ου αιώνα, μια πλούσια φλέβα πετρελαίου σε μια μικρή κωμόπολη, που μετατρέπεται από την ανακάλυψη σε πόλο έλξης για πολλούς ανθρώπους. Μήλο της έριδας γίνεται το ράντσο μιας οικογένειας θρησκευόμενων, στο οποίο υπάρχει μια σημαντική πετρελαιοπηγή. Ανάμεσα στους ανθρώπους της πόλης που αναζητούν μια καλύτερη μοίρα, βρίσκεται ένας νεαρός ιεροκήρυκας, που καταφέρνει να συσπειρώσει γύρω του τους πιστούς εργάτες που ζούνε σε άθλιες συνθήκες...
Σχολιασμός
Ένα επικό, εσωστρεφές, μεγαλόπνοο, εντυπωσιακά πρωτότυπο και ξεχωριστό έργο που συναρπάζει με την πολυπλοκότητα και την κινηματογραφική του τόλμη. Πολυσύνθετος ο χαρακτήρας του έργου αφού μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιοφυές, τολμηρό, σκοτεινό, δύστροπο και συνάμα μεγαλειώδες. Ο Paul Thomas Anderson επικεντρώνεται στον πρωταγωνιστή και δίνει πνοή σε ένα φιλμ μοναδικό. Η έναρξη είναι βουβή μα αγωνιώδης, το φινάλε ζοφερό και μεγάλης έντασης. Αίσθηση του αρχετυπικού σε κάθε σκηνή, θρίαμβος υποκριτικής. Καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο ειδικό και στο γενικό, τον πρωταγωνιστή και αυτό που αντιπροσωπεύει. Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, ο Anderson καταπιάνεται με έναν σκληρό και άκρως επίκαιρο κόσμο απογυμνωμένο από κάθε συναίσθημα όπου κυριαρχεί το παιχνίδι της εξουσίας και του χρήματος. Προσωποποιεί επί της οθόνης ολόκληρη τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Επιδιώκει περισσότερο να προβληματίσει παρά να διασκεδάσει το θεατή. Η σύγκρουση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και της θρησκευτικής πίστης θα οδηγήσει την ταινία μέχρι το φινάλε. Ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές επιλογές, μνημειώδης φωτογραφία και άριστη μουσική επένδυση. Εικόνα και ήχος συνεργάζονται τέλεια για να αποδώσουν την εποχή, την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή αλλά και ολόκληρης της Αμερικής τότε. Ο Daniel Day-Lewis ανταποκρίνεται άψογα σε έναν από τους δυσκολότερος ρόλους. Υποδύεται αλληγορικά έναν άπληστο άνθρωπο και απαλλάσσεται από κάθε ίχνος περιοριστικής ηθικής. Σαν χαρακτήρας στο έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εσωστρεφής, καχύποπτος, μονολιθικός, εγωμανής, υστερόβουλος, άπληστος, ψυχρός, κυνικός, συμφεροντολόγος. Πολύ καλός και ο Paul Dano στο ρόλο του ιερέα. Ένα από τα πιο τολμηρά και εκκεντρικά φιλμ των τελευταίων δεκαετιών. Μία εκρηκτική ταινία μεταφορικά και κυριολεκτικά, έτσι εξηγούνται 2 Oscar και 8 υποψηφιότητες. Δ.Χ.
Συντάκτης: Κώστας Χουβαρδάς

Έχουμε πέσει στην παγίδα των Όσκαρ και των βραβείων που συγκεντρώνει αυτή η ταινία για να ξεφύγουμε από την ουσία της. Και η ουσία είναι πως το "Θα Χυθεί Αίμα" είναι από εκείνες τις λίγες ταινίες που ξεπερνά τον χαρακτηρισμό "καλύτερη της χρονιάς" για να πάρει θέση δίπλα στα μεγαλύτερα κλασσικά έργα όλων των εποχών. Μπορεί κάποιοι να θεώρησαν υπερβολή την αποθέωση από τους κριτικούς και τον παραλληλισμό με τον "Πολίτη Κέιν". Σίγουρα η σύγκριση με μια ταινία που άλλαξε τα δεδομένα του κινηματογράφου δεν ευνοεί το αριστούργημα του Πολ Τόμας Άντερσον. Αλλά σίγουρο επίσης είναι πως έχουμε να κάνουμε ίσως με την πρώτη "Μεγάλη" ταινία του 21ου αιώνα. Η ιστορία ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ένας επιχειρηματίας θα εξελιχθεί σε μεγιστάνα του πετρελαίου και πολύ γρήγορα θα μετατρέψει ένα οικογενειακό ράντσο σε μια μικρή βιομηχανική πόλη. Όμως η "εξέλιξη" θα έχει δραματικές επιπτώσεις στον ίδιο, την οικογένεια του, τις σχέσεις του με τους ανθρώπους αλλά και ένα φανατικό ιεροκήρυκα που θα του αντισταθεί. Η υπόθεση είναι λίγο πολύ αυτή αλλά δεν είναι ο μοναδικός λόγος για να δείτε την ταινία. Δείτε τη για το μεγάλο Ιρλανδό Ντάνιελ Ντέι Λούις που κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για δραματική ερμηνεία και - παίξτε στοίχημα - θα πάρει το δεύτερο του Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, μετά το "Αριστερό μου Πόδι". Δείτε τη και για τον καλύτερο νέο Αμερικάνο σκηνοθέτη Πολ Τόμας Άντερσον που μας καθήλωσε με το "Ξέφρενες Νύχτες" και τη "Μανόλια". Τέλος δείτε την για να λέτε σε 20 χρόνια πως την είχατε δει...


Κυριακή 14 Ιουνίου 2009


SWEENEY TODD: Ο ΦΟΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΦΛΙΤ
SWEENEY TODD: THE DEMON BARBER OF FLEET STREET (2007)




Σκηνοθεσία: Tim Burton

Πρωταγωνιστούν: Johnny Depp, Helena Bonham Carter, Alan Rickman, Timothy Spall, Sacha Baron Cohen
Περίληψη
Ο γνωστός με το όνομα Benjamin Barker (Johnny Depp) ήταν κάποτε ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης που καταδικάστηκε άδικα σε εξορία. Επιστρέφοντας πλέον ως Sweeney Todd μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι νεκρή κι η κόρη του βρίσκεται στα χέρια του δικαστή που τον εξόρισε, του Turpin (Alan Rickman). Διψώντας για εκδίκηση, στήνει ένα μπαρμπέρικο θανάτου με συνεργό την κυρία Lovett (Helena Bonham Carter), η οποία κρατά ένα μαγαζί με τις χειρότερες πίτες του Λονδίνου.
Σχολιασμός
Αιματοκυλισμένο, εντυπωσιακά στυλιζαρισμένο, καλλιτεχνικά αψεγάδιαστο, γεμάτο σκοτάδι και μελωδικότητα. Ο Tim Burton ξεπερνάει τον εαυτό του με αυτό το αλλόκοτο μιούζικαλ αλλά δεν πιάνει την οροφή. Μία μανιασμένη και απολαυστικότατη ιστορία εκδίκησης γεμάτη από οργισμένα συναισθήματα και συνάμα μια περίεργη τρυφερότητα καθώς και ισχυρές δόσεις τραγικής ειρωνείας. Μαύρο χιούμορ, τρόμος, εφιαλτική ατμόσφαιρα τραγικοί χαρακτήρες και μια συναρπαστική πολιτική αλληγορία. Ένας σκοτεινός, αιματοβαμμένος κόσμος που τραγουδάει. Συγγενεύει με την όπερα και βασίζεται σε μια αναπάντεχη πλοκή. Η θεματική υπό γοτθικό φόντο, και ο Burton επιτυγχάνει αποκοπή από το μελό και τη συναισθηματική ηθική των πρωταγωνιστών. Αναπαριστά πολύ όμορφα την ατμόσφαιρα της βικτωριανής εποχής, χωρίς να αφήνει περιθώριο συγκρίσεων. Παρουσιάζει ένα μαγευτικό και ταυτόχρονα αποκρουστικό Λονδίνο, όπου οι αποχρώσεις του μολυβί επικρατούν και οι μελωδίες αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών μας αφήνουν έκπληκτους. Ο Johnny Depp καταφέρνει και εδώ να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο ερμηνείας ˙ μία μνημειώδη ερμηνεία σκοτεινής μεγαλοπρέπειας. Αποδίδει με αξιοπρόσεκτα φωνητικά προσόντα τον τραγουδιστικό του ρόλο. Η Helena Bonham Carter στέκεται επάξια στο πλευρό του όντας πλήρης και απολαυστική. Ένα από τα απολαυστικότερα κινηματογραφικά μιούζικαλ, αυστηρά προορισμένο για το ενήλικο κοινό με ανοχή στα κοψίματα και στο αίμα, ωστόσο μπορεί να προσελκύσει κοινό που δεν αρέσκεται απαραίτητα στο είδος. Δ.Χ.



Κριτικές

Του ΓIΩPΓOY KPAΣΣAKOΠOYΛOY

Aν η λέξη μιούζικαλ φέρνει (δικαίως) στο μυαλό των περισσότερων camp υπερβολές, φορέματα με παγέτες και τη Mάρθα Kαραγιάννη να καίει τα κεφτεδάκια ενόσω περιγράφει τον άντρα που θα παντρευτεί, στον εγκέφαλο του Tιμ Mπάρτον οι συνάψεις μοιάζουν να γεννούν εικόνες που βουλιάζουν στην ομίχλη, ξεβάφουν από χρώμα κι αφήνουν μόνο τις κόκκινες σταγόνες του αίματος να λάμψουν. Θα μπορούσε κανείς να πει πως το μυαλό του Mπάρτον γεννά αποκλειστικά τέτοιες εικόνες –μουχλιασμένα νεκροταφεία, απροσάρμοστους ήρωες, καταραμένους έρωτες–, όμως ποτέ μέχρι σήμερα η βουτιά του στην πισίνα του σκοταδιού δεν εκτελέστηκε με τέτοιο βαθμό δυσκολίας, τέτοια αποφασιστικότητα, τόση αρτιότητα. Tο “Sweeney Todd” μπορεί να μην ήταν αρχικά δικό του παιδί, όμως το μιούζικαλ του Στίβεν Σοντχάιμ υιοθετήθηκε με αγάπη από τον καινούργιο του δημιουργό. H ιστορία ενός κουρέα που ζητά εκδίκηση για την καταστροφή της ζωής του και το θάνατο της γυναίκας του στο βικτοριανό Λονδίνο, είχε να επιδείξει αρκετό κυνισμό ήδη από τις παρτιτούρες και τους στίχους του Σοντχάιμ, όμως στα χέρια του Mπάρτον μεταμορφώνεται σε ένα αληθινά μισανθρωπικό έπος, ένα αδιαπέραστο κομμάτι νύχτας το οποίο καμιά αχτίδα φωτός δεν μπορεί να διαπεράσει. Tο χιούμορ είναι απόλυτα μαύρο, ο έρωτας δεν θριαμβεύει, η εκδίκηση δεν είναι γλυκιά, η εμμονή αγγίζει την τρέλα, η βία είναι σχεδόν επώδυνη. Aυτό το πανηγύρι της σκληρότητας εικονογραφείται μέσα από την πάντα ιδιοφυή ματιά του Mπάρτον σαν μια διεστραμμένα ρομαντική ταινία εποχής, που αφήνει σιγά σιγά την τραγωδία που κρύβεται πίσω της για να αποκαλυφθεί, και ντύνεται με την εξαίσια μουσική και τα τραγούδια του έργου, που άδουν ο Tζόνι Nτεπ, η Έλενα Mπόναμ Kάρτερ και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του καστ – όχι με τις φωνές εκπαιδευμένων τραγουδιστών, αλλά με το πάθος, την ένταση, τη βραχνάδα και τους κόμπους τσακισμένων ανθρώπων. H «ξεβαμμένη» φωτογραφία του Nτάριους Bόλσκι, τα ταλαιπωρημένα κοστούμια της Kολίν Άτγουντ και τα σκονισμένα σκηνικά του Nτάντε Φερέτι δίνουν στον κόσμο της ταινίας τη φθαρμένη ποιότητα που ονειρεύτηκε ο Mπάρτον και μεταμορφώνουν το φιλμ σε μια σχεδόν επώδυνα όμορφη εμπειρία για τα μάτια.


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΠΙΤΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ


Θρίλερ.

Σκηνοθεσία : Ντένης Ιλιάδης.

Πρωταγωνιστούν : Σάρα Πάξτον, Τόνι Γκόλντουιν, Μόνικα Πότερ.



Περίληψη


Το ίδιο βράδυ που φτάνουν στο απομόνωμένο σπίτι δίπλα στη λίμνη Κόνιλνγουντ, η Μαρί και η φίλη της , Πέιτζ, πέφτουν θύματα απαγωγής από τον ψυχοπαθή δραπετη Κρουγκ και τη συμμορία του. Τρομοκρατημένη κι ενώ οι απαγωγείς τις την θεωρούν νεκρή, η Μαρί ξέρει ότι η μόνη ελπίδα της για να επιζήσει είναι να καταφέρει να φτάσει στους γονείς της.



Σχολιασμός


Πρόκειται για το ριμέικ της ομόνημης ταινίας τρόμου που είχε γυριστει το 1972 από τον Γουές Κρέιβεν, που σε αυτήν την ταινία βρίσκεται στην καρέκλα του παραγωγού. Η ταινία αυτή σηματοδοτεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο στην Αμερική του δικού μας Ντένη Ηλιάδη, σκηνοθέτη του Hardcore. Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσετε την συγκεκριμένη ταινία τρόμου! Έχουμε την παρθενική είσοδο Έλληνα σκηνοθέτη στο mainstream-εμπορικό Hollywood και αυτό δεν το βλέπουμε συχνά. Όταν μάλιστα και το αποτέλεσμα είναι από καλό έως πάρα πολύ καλό, δεν μένουν πολλοί λόγοι για να μην δείτε αυτή την ταινία. Το αποτέλεσμα είναι μια πολύ καλή ταινία τρόμου, αμερικανιά μεν, από αυτές που λατρεύουμε δε. Ο Ηλιάδης πέρνει τον χρόνο του για να ξετυλίξει τις διάφορες σκηνές και επιταχύνει μόνο στο τελευταίο μισάωρο. Κάνει ωραία πλάνα, που ξαφνιάζουν μερικές φορές και γενικά δημιουργεί το απαραίτητο suspense, βοηθούμενος και από την πολύ φίνα δουλειά της Sharon Meir στην φωτογραφία, αλλά και από τις κατάλληλες ερμηνείες του cast (ξεχωρίζουν η Monica Potter, η Sara Paxton και ο κακός Garret Dillahunt). Με θετικές κριτικές από πολλά μεγάλα περιοδικά της Αμερικής, αλλά και με κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό box office , η ταινία είναι σε θέση να ανταγωνιστεί μεγαλιώδης ταινίες τρόμου που παρήλασαν από τις μεγάλες οθόνες του κινηματογράφου.Β.Σ.